Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Πέναλτι; Μπέναλντι; Μπενάλτι; Πως;

Η λέξη πέναλτι είναι αγγλικό δάνειο: penalty. Όπως όλα τα δάνεια, υπάρχει και επίσημη ελληνική ονομασία, θεσμική να πούμε, στην καθαρεύουσα και είναι «επανορθωτικό λάκτισμα», αλλά αυτό είναι αμφίβολο αν το χρησιμοποιεί κανείς πια σήμερα...


Εξελληνισμού δια της γαλλικής βεβαίως, διότι το «επανορθωτικόν λάκτισμα» δεν είναι παρά πιστή μεταφορά (μεταφραστικό δάνειο δηλαδή) του γαλλικού όρου, που «είναι» coup de pied de reparation, που σημαίνει το ίδιο ακριβώς. Τη λέξη είναι την έβαλα πριν σε εισαγωγικά, διότι και στα γαλλικά ο όρος δεν πολυχρησιμοποιείται, μόνο στα θεσμικά κείμενα –άσε που, μέχρι να προφέρεις τέτοιον σιδερόδρομο το πέναλτι έχει εκτελεστεί και έχει μπει γκολ.

Όλοι σχεδόν ξέρουμε ότι εκτός από τα πέναλτι που δίνονται όταν γίνεται παράβαση μέσα στη μεγάλη περιοχή, υπάρχουν και τα πέναλτι που εκτελούν οι δυο ομάδες μετά την παράταση, σαν τρόπος για να αναδειχτεί ο νικητής, καταρχήν από πέντε η καθεμία.

Στα πέναλτι της διαδικασίας μετά την παράταση, η φάση δεν συνεχίζεται· αν αποκρούσει ο τερματοφύλακας, το πέναλτι έχει χαθεί. Οι Γάλλοι, αν και δεν αναβαπτίζονται σε τρισχιλιετή νάματα, έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τη διάκριση γιατί χρησιμοποιούν διαφορετικό όρο: τα έκτακτα πέναλτι τα ένε tirs au but (κατά λέξη, σουτ προς το τέρμα), ενώ τα κανονικά τα λένε penalty (ή με το θεσμικό μακρινάρι που είδαμε πιο πάνω).

Η λέξη πέναλτι έχει απώτερη αρχή ελληνική, επομένως μπορεί να θεωρηθεί αντιδάνειο. Από ποια ελληνική λέξη όμως κατάγεται;

Αν σκεφτούμε ότι το πέναλτι αποκαλείται, κάπως πομπωδώς, ‘η εσχάτη των ποινών’ στην ποδοσφαιρική ορολογία, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που έχει την (απώτερη) καταγωγή στο ελλ. ποινή.

Η ελληνική λέξη σήμαινε αρχικά την τιμή του αίματος, την εκδίκηση για έγκλημα που διαπράχθηκε. Περνάει στα λατινικά ως poena (πράγμα που μας κάνει να σκεφτούμε ότι ο δανεισμός έγινε από δωρικό τύπο, ποινά) όπου η σημασία της διευρύνεται: αφενός σημαίνει ‘πρόστιμο’ και ‘τιμωρία’ και αφετέρου ‘πόνος, λύπη, βάσανα’.

Στην αυτοκρατορική εποχή έχουμε το παράγωγο poenalis, ‘ποινικός’, και το μεσαιωνικό λατινικό ουσιαστικό poenalitas ‘τιμωρία, πρόστιμο’. Από εκεί η λέξη περνάει μεταξύ άλλων στα αγγλικά, με δύο μορφές, ως penality και ως penalty, από τις οποίες η δεύτερη τελικά επικράτησε και από τα τέλη του 19ου αιώνα μπαίνει στη νεοεμφανιζόμενη ποδοσφαιρική ορολογία και υιοθετείται στα ελληνικά, αν και φυσικά στην επίσημη ορολογία ονομάζεται όπως είπαμε «επανορθωτικό λάκτισμα».

Πριν κλείσω, να πω ότι καθώς η λέξη poena είχε διευρύνει τόσο πολύ τις σημασίες της, οι παράγωγες λέξεις στις ρωμανικές γλώσσες έχουν συχνά εξίσου πλατύ πεδίο, ας πούμε το γαλλικό peine που σημαίνει και την ποινή και τον πόνο, ενώ στο αγγλικό pain η σημασία της ποινής υπάρχει αλλά είναι απαρχαιωμένη.

Η διαδρομή του αντιδανείου δηλαδή είναι: ποινή > poena > poenalis, poenalitas > αγγλ. penality, penalty > πέναλτι.

Αλλά να γυρίσω στο μπέναλντι (ή μπέναλτι όπως το λέγαμε εμείς ή μπενάλτι όπως το λένε άλλοι). Θα ρωτήσει κανείς, για ποιο λόγο «ηχηροποιήθηκε» (έτσι το λένε αυτό το φαινόμενο) το αρχικό σύμφωνο και από –π- έγινε –μπ-. Η τροπή αυτή είναι συχνότατη, συνήθως όμως σε αρσενικά και θηλυκά, διότι εκεί υπάρχει άρθρο που τελειώνει σε ν, π.χ. την πιστόλα > τημπιστόλα > τη μπιστόλα. Σύμφωνα με το λεξικό Τριανταφυλλίδη, κατ’ αναλογία με παρόμοιους τύπους έγινε κι εδώ η ηχηροποίηση, παρόλο που το πέναλτι, ως ουδέτερο, δεν έχει άρθρο σε ν.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
 
 

Followers

Member
Powered By: BWidgets